- πολυήκοος
- -ον, Α1. αυτός που ακούει πολλά2. (κατ' επέκτ.) αυτός που, ακούοντας, μαθαίνει πολλά («πολυήκοοι ἐν ταῖς ἀναγνώσεσιν καὶ πολυμαθεῖς», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βαρυ-ήκοος, οξυ-ήκοος)].
Dictionary of Greek. 2013.