πολυήκοος

πολυήκοος
-ον, Α
1. αυτός που ακούει πολλά
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που, ακούοντας, μαθαίνει πολλά («πολυήκοοι ἐν ταῖς ἀναγνώσεσιν καὶ πολυμαθεῖς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ήκοος (< ἀκούω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βαρυ-ήκοος, οξυ-ήκοος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πολυήκοος — having heard much masc/fem nom sg πολυήκους masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυηκόους — πολυήκοος having heard much masc/fem acc pl πολυήκους masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυήκοοι — πολυήκοος having heard much masc/fem nom/voc pl πολυήκους masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυηκοΐα — ἡ, ΜΑ [πολυήκοος] 1. το να ακούει κανείς πολλά 2. (κατ επέκτ.) το να μαθαίνει κανείς πολλά, πολυμάθεια …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱԼՈՒՐ — ( ) NBH 1 405 Chronological Sequence: Unknown date ա. πολυήκοος qui multa audit Լսօղ կամ ունկնդիր բազում բանից. *Բազմալուրս առ ընթերցմուսն առնելով. Պղատ. օրին. ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”